Με όση λαχτάρα τράβηξα αυτό το βιβλίο από το ράφι και το πήγα στο ταμείο του βιβλιοπωλείου, με άλλη τόση δυσκολία ξεκίνησα τελικά να το διαβάζω. Περίμενε υπομονετικά στο κομοδίνο μου να νιώσω αρκετά γενναία ώστε να χαθώ στις σελίδες του.
Δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις παιδιά. Κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς κι όμως έχεις διαρκώς μία αίσθηση ότι κάτι σου διαφεύγει, ότι κάτι μπορούσε να έχει γίνει διαφορετικά, ότι μία άλλη επιλογή ίσως θα ήταν επωφελέστερη. Η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν να διαβάσω το βιβλίο αυτό. Φοβόμουν μήπως ανακαλύψω ότι είμαι ανεπαρκής ως μαμά, ότι βλάπτω τα παιδιά μου και τους προκαλώ ψυχικές ουλές που θα τα σημαδέψουν δια βίου.
Πόσο λάθος έκανα που δεν κάθισα σε ένα καφέ να αρχίσω να διαβάζω αμέσως μόλις βγήκα από το βιβλιοπωλείο!
Το βιβλίο αυτό είναι ένας διπλός οδηγός. Από τη μία, μας εξηγεί με γλώσσα στιβαρή και γεμάτη ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων χαρακτηρίζεται κάποιος συναισθηματικά ανώριμος. Υπ’ αυτήν την έννοια, είναι ένας οδηγός συμπεριφορών προς αποφυγή. Να τις αποφεύγουμε οι ίδιοι αλλά και να αποφεύγουμε τους ανθρώπους που τις υιοθετούν.
Από την άλλη, αναλύει τα χαρακτηριστικά των συναισθηματικά ώριμων ανθρώπων τόσο για να μπορέσουμε να διαγνώσουμε το δικό μας επίπεδο συναισθηματικής ωριμότητας και να κάνουμε διορθωτικές κινήσεις, όσο και για να μπορούμε να επιλέξουμε συναισθηματικά ώριμους ανθρώπους με τους οποίους να σχετιστούμε.
Ακόμα κι αν το βιβλίο προσέφερε μόνο τα ανωτέρω, θα ήταν μία εξαιρετική αγορά κι ένα χρησιμότατο ανάγνωσμα. Με βοήθησε να καταλάβω πού τα πάω καλά και πού επιδέχομαι βελτίωσης, χωρίς, όμως, να με κάνει να αυτομαστιγωθώ, με ενσυναίσθηση και κατανόηση. Δεν είναι, όμως, αυτό που τελικά το καθιστά ένα must read βιβλίο ψυχολογίας και αυτοβελτίωσης.
Πάνω απ’ όλα, η συγγραφέας θέλει να ξαλαφρώσει τους ώμους του παιδιού – ενήλικα, πλέον – από το βάρος που του φόρτωσαν οι δυσλειτουργικοί γονείς του. Να του δείξει ότι δεν έφταιγε ποτέ που δεν το έβλεπαν και δεν το νοιάζονταν ουσιαστικά. Ότι δεν ήταν δικό του σφάλμα που ένιωθε ανεπαρκής και λίγος. Του έλαχαν γονείς συναισθηματικά ανώριμοι, ανίκανοι να αναλάβουν τον εαυτό τους και τα παιδιά τους, που φόρτωσαν τα παιδιά τους με την ενοχή ότι εκείνα ευθύνονταν που οι ίδιοι ήταν πάντα ανικανοποίητοι και δυστυχείς. Που δεν τολμούσαν να βουτήξουν στον δικό τους ψυχισμό και να δουν τα δυσλειτουργικά μοτίβα και τις αγκυλώσεις τους.
Η Lindsay Gibson χαϊδεύει το εσωτερικό μας παιδί και μας διαβεβαιώνει ότι ήμασταν πάντοτε αθώοι μέσα σε έναν κόσμο όπου οι γονείς έψαχναν τρόπο να νιώσουν καλύτερα, πατώντας εκείνους τους οποίους είχαν αναλάβει να θάλπουν και να αγαπούν, κι εκμεταλλευόμενοι – συνειδητά ή ασυνείδητα – την αδυναμία τους να αντιδράσουν.
Στις σελίδες αυτού του βιβλίου, κάθε πληγωμένος ενήλικας θα βρει τη στοργική μαμά που πάντα έψαχνε. Εκείνη που θα του πει ότι ο κόσμος, ακόμα και οι ίδιοι μας οι γονείς, ίσως δεν ήταν αυτό που θα θέλαμε. Κι ότι μπορεί παρ’ όλ’ αυτά να προχωρήσει στη ζωή με συμπόνια για τον εαυτό του και όσα έζησε, χτίζοντας τη ζωή που επιθυμεί.
Θα σας αφήσω με λίγες γραμμές από τις τελευταίες σελίδες αυτού του εκπληκτικού βιβλίου: «Όταν διαλύσεις τη σύγχυση που σου προκαλεί η συμπεριφορά των συναισθηματικά ανώριμων ανθρώπων, η ζωή μοιάζει πιο ελαφριά και ανεμπόδιστη. Ελπίζω πως το βιβλίο αυτό σου ΄χει προσφέρει […] την ανακούφιση και ελευθερία να αρχίσεις να ζεις με τις πραγματικές σου σκέψεις και συναισθήματα, αντί τα πεπαλαιωμένα οικογενειακά μοτίβα».
Αγγελική Γ. Ζούμπου