Κάποτε ο Έλγιν, ένας ξένος πρόξενος θαμπώθηκε από την ομορφιά των γλυπτών μας, τα ζήλεψε. Τέτοια αριστουργήματα δεν είχε ξαναδεί! Τα ξερίζωσε, ο ανίδεος, από το ιερό ”σπίτι τους”, τον Παρθενώνα. Για να τα έχει εκείνος στην αφιλόξενη, υγρή αυλή του στην ξενιτιά.
Ήρθε επιτέλους ο καιρός να επιστρέψουν πάλι στην πατρίδα τους, μετά από δύο αιώνες. Ό,τι απέμεινε εν τέλει από την καταστροφή των μαρμάρων, που ο Φειδίας μεταμόρφωσε σε ”ομιλούντα” έργα. Με απαράμιλλο κάλλος και με ψυχή. Όπως συνήθιζαν οι καλλιτέχνες εκείνη την εποχή του ανεπανάληπτου Ελληνικού πολιτισμού.
Διάβασε παρακάτω, ένα απόσπασμα πιο επίκαιρο από ποτέ, από το παιδικό βιβλίο «Οι παλιατζούρες του Κυρ-Μηνά» της Μαρίας Κούτρα.
«Εμείς τώρα θα χωριστούμε, είπε το πληγωμένο κυπαρίσσι. Σε λίγο φτάνουμε κοντά στο λιμάνι. Σας εύχομαι καλό ταξίδι! Να προσέχετε. Και να θυμάστε, ο δρόμος για την πατρίδα δεν είναι μακριά! Μια μέρα πάλι εδώ θα γυρίσετε. Εγώ δεν ξέρω τι θ’ απογίνω. Ίσως καταλήξω κάποτε ένα μικρό, ασήμαντο κουτάκι. Μια «παλιατζούρα», όπως θα έλεγαν οι άνθρωποι. Εσείς όμως, ό,τι κι αν γίνει, θα μείνετε στην ιστορία για πάντα! Γιατί εσείς έχετε ψυχή και οι ψυχές μένουν ΑΘΑΝΑΤΕΣ!»