Όλοι προσπαθούμε να πετύχουμε στη ζωή. Να τα καταφέρουμε. Να αποκτήσουμε τη ζωή που ονειρευόμαστε, η οποία συνήθως περιλαμβάνει πλούτο, άνεση και επιτυχία.
Θαυμάζουμε όσους έχουν πετύχει και θέλουμε να γίνουμε σαν αυτούς.
Κι όμως ίσως τελικά να έπρεπε να τους λυπόμαστε και λίγο.
Whaaatt??
Ακούγεται εντελώς ανάρμοστο εκ πρώτης. Γιατί να λυπόμαστε αυτούς που παίρνουν τους καλύτερους βαθμούς, αυτούς που πέρασαν γιατροί ή δικηγόροι, τους πρωταθλητές, αυτούς που έκαναν τις δικές τους επιχειρήσεις, που κάνουν εξωτικά ταξίδια σε πεντάστερα ξενοδοχεία και μένουν στις ακριβές περιοχές της πόλης.
Αυτούς που ξυπνάνε από τις 5 το πρωί και κάνουν μπάνιο με κρύο νερό, διαβάζουν 3 βιβλία την εβδομάδα, κάνουν μια ώρα διαλογισμό την ημέρα, γυμνάζονται καθημερινά, τρώνε μόνο υγιεινά φαγητά και έχουν πέντε χόμπι.
Έχουμε μάθει μόνο να τους θαυμάζουμε. Καθώς γράφω αυτό το άρθρο πέρασε έξω από το καφέ ένα αυτοκίνητο ΜcLaren. Ασυναίσθητα το θαύμασα.
Γιατί, λοιπόν, να τους λυπόμαστε όλους αυτούς;
Ας σκεφτούμε λίγο…
Ας σκεφτούμε τι σπρώχνει άραγε κάποιον να κάνει τόση πολλή προσπάθεια να εντυπωσιάσει, να αφήσει το σημάδι του στον κόσμο, να χτίσει μια αυτοκρατορία, να αποκτήσει φήμη και πλούτο, να κάνει πρωταθλητισμό;
Ο λόγος συνήθως είναι ότι ένας επιτυχημένος άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί ότι του επιτρέπεται απλά να είναι ο εαυτός του. Χωρίς την επιτυχία, τη φήμη, την αναγνώριση. Έχει δικαίωμα να υπάρχει μόνο αν είναι συνεχώς σε κίνηση, σε δράση. Πρέπει να είναι διαρκώς παραγωγικός, αλλιώς σπαταλάει τη ζωή τους. Πρέπει να τη ζήσει στο μέγιστο…
Η ασταμάτητη δραστηριότητά των επιτυχημένων συχνά κρύβει μια μεγάλη δίψα για αναγνώριση, η οποία προέρχεται από την μεγάλη ανασφάλειά τους για το πόσο τους αποδέχονται οι άλλοι όπως είναι. Ίσως να έχουν περάσει μήνες ή και χρόνια χωρίς είτε να έχουν κάτι να κάνουν ή να σκέφτονται τι έχουν να κάνουν.
Μόλις βρεθούν σε ακινησία, αμέσως αρχίζει το άγχος αν έχουν να κάνουν κάτι και δεν το κάνουν. Τι ξέχασαν να τακτοποιήσουν; Έχουν το δικαίωμα να μην κάνουν τίποτα; Το δίνουν στον εαυτό τους;
Τους χρωστάμε πολλά
Η κοινωνία μας θαυμάζει τους επιτυχημένους για καλό λόγο. Είναι αυτοί που προχωράνε την επιστήμη, που χτίζουν θαυμάσεις γέφυρες, που βρίσκουν καινούριους τρόπους να επικοινωνούμε, που κάνουν ωραίες ταινίες και γράφουν θαυμάσια βιβλία.
Σίγουρα, θα ήταν ένα πιο φτωχό μέρος η κοινωνία μας χωρίς αυτούς. Όμως αυτό δε θα έπρεπε να μας σταματάει να αντιλαμβανόμαστε το κόστος των επιτευγμάτων τους στη δική τους ψυχή. Το πόσο μπορεί να δυσκολεύονται να απολαύσουν τη ζωή, το πόσο μπορεί να τους τρώει εσωτερικά η ανασφάλεια, την οποία ησυχάζουν (πάντα μόνο προσωρινά) με την εκάστοτε επιτυχία τους.
Γι αυτό τους αξίζει η συμπόνοια μας.
Ποιο είναι το ΓΙΑΤΙ τους;
Στο τελευταίο βιβλίο μου αναφέρω διαρκώς πως ο σημαντικότερος παράγοντας που καθορίζει πόση απόλαυση και νόημα αντλούμε από τη ζωή μας είναι όχι το τι κάνουμε, αλλά το ΓΙΑΤΙ κάνουμε κάτι.
Αν γίνεις τραγουδιστής επειδή θέλεις να γίνεις διάσημος, τότε ακόμα και αν γίνεις δε θα είσαι ευτυχισμένος.
Αν γίνεις τραγουδιστής επειδή σου αρέσει να τραγουδάς όμως, τότε θα έχει πολύ περισσότερο νόημα η ζωή σου και ίσως γίνεις και διάσημος. Αλλά και αν δε γίνεις δεν σε πειράζει.
Αν γίνεις γιατρός για να βγάλεις λεφτά, τότε θα περάσεις 10-15 χρόνια σπουδάζοντας και ακόμα και αν βγάλεις λεφτά μάλλον δε θα είσαι ευχαριστημένος. Αν όμως γίνεις γιατρός επειδή σου αρέσει η ιατρική και θέλεις να βοηθάς τους ανθρώπους, τότε θα περάσεις καλά στις δύσκολες σπουδές σου και μπορεί και να βγάλεις και λεφτά. Αλλά και αν δε βγάλεις, εσύ θα είσαι ευχαριστημένος με τη ζωή που ζεις.
Δεν έχει σημασία το τι κάνεις, αλλά το ΓΙΑΤΙ το κάνεις, όπως είπα και στην ομιλία μου στο TEDx.
Οι περισσότεροι επιτυχημένοι δεν έχουν σαν ΓΙΑΤΙ τους, το ταλέντο τους, την ικανότητά τους και την μεγάλη τους ενέργεια (αν και σίγουρα παίζουν ρόλο ΚΑΙ αυτά). Το ΓΙΑΤΙ τους είναι συνήθως μια πολύ πυρηνική αίσθηση ότι υπάρχει κάτι πολύ ντροπιαστικό ή προβληματικό στην βασική τους φύση και ότι ο μόνος τρόπος να γλυτώσουν την ντροπή ή την κριτική είναι να ντυθούν με το ένδυμα της επιτυχίας.
Γι αυτό το λόγο δεν ευχαριστιούνται και την επιτυχία τους. Γιατί όσο και αν φαίνεται ότι θέλουν τα χρήματα, τη δόξα και τη φήμη, αυτό το οποίο θέλουν κατά βάση είναι να ικανοποιήσουν μια πυρηνική αίσθηση ότι δεν αξίζουν.
Μια ένδειξη ότι σε μεγάλωσαν καλά οι γονείς σου είναι αν δεν έχεις καμία επιθυμία να γίνεις διάσημος.
Είναι ένα βασικό ερευνητικό εύρημα ότι η κατάθλιψη είναι πιο συχνή ανάμεσα σε πολύ επιτυχημένους ανθρώπους. Όπως είπε ο γνωστός ηθοποιός Jim Carrey, «Μακάρι όλοι να γινόντουσαν επιτυχημένοι, να αποκτούσαν χρήματα και δόξα, για να δουν ότι αυτή δεν είναι η απάντηση».
Ο πολύ επιτυχημένος συγγραφέας Μark Manson, ανέφερε σε ένα podcast του, πως όταν ήταν νεότερος είχε πολλούς στόχους που ήθελε να πετύχει και μόλις έγραψε το βιβλίο του The subtle art of not giving a F*ck, το οποίο έγινε τεράστια επιτυχία, τους πέτυχε όλους με τη μια.
Αυτό που ακολούθησε ήταν η δυσκολότερη ίσως περίοδος της ζωής του, όπου είχε κατάθλιψη για πολλούς μήνες, αλλά ντρεπόταν να το επικοινωνήσει, γιατί πώς να πεις σε κάποιον ότι έχεις κατάθλιψη τώρα που πέτυχες τόσα πολλά και είσαι ό,τι ο άλλος θα επιθυμούσε να γίνει;
Η αλλαγή
Πώς αλλάζει αυτό;
Είναι πολύ δύσκολο να ηρεμήσεις την αίσθηση της πυρηνικής ανασφάλειας κάποιου, ειδικά όταν ολόκληρη η κοινωνία τον επιβραβεύει ταΐζοντας την ανασφάλειά του. Όταν του λέει:
“Μπράβο που έκανες κι άλλα. Και πιο πολλά. Και πιο μεγάλα. Κι άλλα. Κι άλλα.”
Όπως ανέφερα στην ομιλία μου στο TEDx αντί να μας βλέπει σαν άτομα που χρειαζόμαστε βοήθεια, εμάς που κάνουμε πολλά, η κοινωνία μας επιβραβεύει.
Τόσοι Guru μας φωνάζουν διαρκώς πώς να κάνεις τους στόχους πραγματικότητα, πώς να γίνεις πετυχημένος συμβάλλοντας στο κλίμα του «Κι άλλο»…
To moto της παρούσας Δυτικής κουλτούρας είναι η νεφελώδης επιταγή πως πρέπει να εκπληρώσουμε το δυναμικό μας. Πρέπει να είμαστε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Πρέπει να είμαστε κάτι παραπάνω… Όπως ανέφερα στην ομιλία μου στο TEDx , αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.
Ίσως λοιπόν οι επιτυχημένοι να αλλάξουν αν είναι τυχεροί και βιώσουν μια αποτυχία. Ένα σκάνδαλο, μια χρεοκοπία, μια τεράστια δυσκολία. Ένα τέτοιο γεγονός θα προκαλέσει ένα breakdown και μια περίοδο περισυλλογής. Όπως έχω γράψει στο παρελθόν, μόνο αν πονέσουμε πολύ, μόνο αν πιάσουμε πάτο μπορούμε να αρχίσουμε να αλλάζουμε.
Μια τέτοια κρίση ίσως τους βοηθήσει να δουν πως αυτό το οποίο πραγματικά ήθελαν να ηρεμήσουν, την αίσθηση του πόσο αποδεκτοί και άξιοι αγάπης είναι, μπορεί να ηρεμήσει με διαφορετικούς τρόπους.
Ίσως συνειδητοποιήσουν ότι έπαιζαν στο λάθος γήπεδο τόσο καιρό. Το πρόβλημα δεν ήταν το πόσα βραβεία ή εκατομμύρια ευρώ ή ακολούθους θα είχαν, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι χρειαζόντουσαν να τους είχαν…
Δυστυχώς η κοινωνία μας σπρώχνει ακατάπαυστα και ανελέητα να επιζητούμε την επιτυχία. Ασυνείδητα και χωρίς την ευκαιρία να κάνουμε μια παύση και να αναρωτηθούμε:
«Γιατί να θέλω να είμαι πρώτος; Γιατί να θέλω να είμαι επιτυχημένος; Γιατί να θέλω τόση αναγνώριση;» Αυτές είναι οι ερωτήσεις που απαιτούν απάντηση.
Ας δείξουμε κατανόηση και συμπόνοια στον εαυτό μας. Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς στις επιταγές της κοινωνίας και να αναλογιστείς πραγματικά τι κάνεις και ΓΙΑΤΙ το κάνεις. Η επιτυχία είναι ο εύκολος αυτόματος στόχος για όλους μας. Αυτό έχουμε μάθει όλοι πως πρέπει να κυνηγάμε.
Θα ήταν ένας πολύ πιο ανθρώπινος και συμπονετικός κόσμος αν καταφέρναμε να πείσουμε και καθησυχάσουμε τους τιτάνες της αυτοκριτικής και της ανασφάλειας, δηλαδή τους επιτυχημένους, ότι πάντα αξίζανε να αγαπηθούν.
Γιατί όλοι μας το αξίζουμε…
Γράφει ο Δημήτρης Φλαμούρης
Ψυχολόγος και συγγραφέας του βιβλίου
“Το Παράδοξο Μονοπάτι προς το Νόημα της Ζωής”
Θέλω να αρχίσω τη χρονιά με ένα υπέροχο, ελπιδοφόρο και διασκεδαστικό μυθιστόρημα που, όμοιό του δεν έχετε ξαναδιαβάσει.
Ενώ ο τίτλος του, παραπέμπει σε βιβλίο προσωπικής βελτίωσης, τελικά είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο θετικότητα και συμβολικά μηνύματα.
Αλήθεια, τι θα γινόταν αν ζούσες σε έναν κόσμο, όπου το κάρμα σου, καλό ή κακό, δεν θα περίμενε μία ή παραπάνω ζωές για να εμφανιστεί, αλλά θα ανταπέδιδε τις πράξεις σου;
Η ιστορία είναι η εξής: σε μια μικρή πόλη του Κολοράντο, πηγαίνει και εγκαθίσταται στην κορυφή του βουνού o γκουρού Λάμα Τάσι. Είναι χορτοφάγος, ζει μόνος του και παραδίδει μαθήματα διαλογισμού.
Μια μέρα, η Γκρέις σώζει μια μέλισσα από πνιγμό και ανέλπιστα, ο καρκίνος της υποχώρησε. Και δεν είναι μόνο αυτό το επεισόδιο. Σε διάφορα σημεία συμβαίνουν περιστατικά, άλλα συγκινητικά και άλλα διασκεδαστικά, όπου μια καλή ή μια κακή πράξη φέρνουν άμεσα αποτελέσματα. Από τους απλούς πολίτες μέχρι τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, που βρίσκεται καλεσμένος στον Σύνδεσμο Όπλων.
Η μια ιστορία συνδέεται με την άλλη, ο άντρας που αφήνει τη γυναίκα του για μια περιπέτεια και του βγαίνει ξινό, ο χρηματιστής που ξεφεύγει από τα όρια του τεχνοκράτη για το καλό της κοινωνίας και τα έσοδά του διπλασιάζονται αλλά και καθηγητές, παραγωγοί τηλεοπτικών σταθμών, νοικοκυρές… όλοι ζουν εμπειρίες που φέρνουν τα αποτελέσματα του άμεσου κάρμα, άλλες φορές σαν επιβράβευση και άλλες φορές σαν μάθημα…
Μέσα στα μηνύματα του βιβλίου είναι και πως «η αρετή είναι δέκα φορές πιο ισχυρή από τη δύναμη οτιδήποτε ανέντιμου».
Αν και στο βουδισμό δεν υπάρχει το άμεσο κάρμα, αφού θα αποδοθεί σε κάποια από τις επόμενες ζωές μας, όμως η βάση του κάρμα στηρίζεται στον παρακάτω κανόνα:
Σε κάθε ενέργεια υπάρχουν τέσσερεις παράγοντες που επηρεάζουν τη δύναμη του κάρμα που δημιουργείται.
- το υποκείμενο, το άτομο που ενεργεί
- η πρόθεση, τι προσδοκά το άτομο να συμβεί
- η ίδια η ενέργεια
- το αντικείμενο, το άτομο που δέχεται την ενέργεια.
Ποιος κάνει την πράξη, γιατί την κάνει, τι κάνει, σε ποιον κάνει. Το βιβλίο μάς «εικονογραφεί» αυτούς τους υπέροχους κανόνες παραστατικά και ολοφάνερα.
Θα περάσετε υπέροχα, θα εμπνευστείτε, θα χαμογελάσετε, θα συγκινηθείτε και θα αναλογιστείτε τις δικές σας ενέργειες.
Μην το χάσετε!
Κατερίνα Τσεμπερδλίγου
Πηγή: https://vivlio.gr/katerina/mithistorima/vivlio-tou-david-michie-ki-an-zouses-s-enan-kosmo-pou-to-karma-den-perimene-stigmi-perilipsi-kai-kritiki-tou-vivliou
Αντί προλόγου
Μπεστ-σέλερ στο εξωτερικό, ένα must-read των celebrities της Κορέας, το Almond κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά με τίτλο «Το αγόρι που δεν ήξερε τι θα πει φόβος» της Σον Ουόν Πιονγκ από τις εκδόσεις Ιβίσκος. Μια ακόμα μετάφραση της κορεάτικης λογοτεχνίας που μας άνοιξε την πόρτα σε έναν πρωτόγνωρο κόσμο που εναλλασσόταν μεταξύ σκοταδιού και φωτός, στον κόσμο του ξεχωριστού Γιάντζε ή αλλιώς του πιο αξιολάτρευτου τέρατος. Τι σημαίνει αγάπη, φιλία, θυσία, κανονικότητα; Τι πάει να πει είμαι φυσιολογικός; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα σαν αναγνώστες και συνοδοιπόροι του πρωταγωνιστή αναζητούμε διαρκώς απαντήσεις.
Λίγα χρόνια για την πλοκή
Όλα ξεκινούν με τον Σον Γιάντζε να μας συστήνεται και να μας γνωρίζει τα άτομα της ζωής του. Από μικρή ηλικία διέφερε από τα υπόλοιπα παιδιά. Η έλλειψη φόβου και το γεγονός ότι δε γελούσε ποτέ που πυροδότησε την ανησυχία της μητέρας του κατέληξε σε διάγνωση αλεξιθυμίας. Ο λόγος η υποανάπτυξη των αμυγδαλών, του τμήματος εκείνου του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για την εκδήλωση συναισθημάτων. Ο Γιάντζε δεν παρουσίαζε ουδεμία νοητική στέρηση, αλλά αδυνατούσε να αντιληφθεί και να εκφράσει τα συναισθήματα τόσο του ιδίου όσο και των ανθρώπων που τον περιέβαλαν. Δίπλα στη μητέρα του σύντομα θα σταθεί και η γιαγιά του που θα τον υποστηρίξουν, θα τον στηρίξουν, θα του χαρίσουν την αγάπη και τη βοήθειά τους σε μια προσπάθεια να μοιάζει φυσιολογικός.
Όταν αυτές θα φύγουν από τη ζωή του, εκείνος θα εκτεθεί πρώτη φορά μόνος και αβοήθητος στον κόσμο. Θα γνωρίσει ανθρώπους που θα τον βοηθήσουν, όπως ο Δρ. Σιμ, που θα προσπαθήσουν να τον καταλάβουν, όπως η Ντόρα, να τον αλλάξουν όπως ο Γκον ή να τον εκμεταλλευτούν, όπως ο καθηγητής. Βλέποντάς το να μεγαλώνει και να αναπτύσσεται, βλέπουμε πως όλα πράγματι εξελίσσονται και αλλάζουν, πως οι καταστάσεις δεν είναι θέσφατα και πως οι διαγνώσεις δεν γίνονται πάντα για να επιβεβαιώνονται.
Λίγα λόγια για τα πρόσωπα
Όλα περιστρέφονται γύρω από τον Σον Γιαντζέ, το αγόρι που βλέπουμε να μεγαλώνει και να ανακαλύπτει έναν κόσμο που πολλές φορές λαμβάνουμε ως δεδομένο. Γνωρίζουμε τη μητέρα του, έναν άνθρωπο γεμάτο αγάπη, με παιδική ψυχή που κουβαλά στους ώμους της τις δυσκολίες να αναθρέψεις ένα παιδί που απάδει του κοινωνικώς αποδεκτού. Πλάι σε εκείνη στέκεται η δυναμική, αστεία και ενίοτε γραφική φιγούρα της γιαγιάς του. Τον καμβά πλαισιώνουν ο γεμάτος κατανόηση, λιγομίλητος Δρ. Σιμ που λειτουργεί σαν ένας από μηχανής θεός για τον νεαρό Γιαντζέ. Ανιδιοτελής με μια στόφα σοφίας και κατανόησης του κόσμου είναι η φωνή της λογικής. Σε αντιστάθμισμα αυτού έχουμε τον οξύθυμο, υπερευαίσθητο με το προσωπείο του επιθετικού Γκον, ενός παιδιού που βίωσε την εγκατάλειψη και θεώρησε πως η σκληρότητα της στάσης του είναι η μόνη απάντηση στη βαναυσότητα του κόσμου. Είναι το τέρας που ο ίδιος δημιούργησε. Η Ντόρα, από την άλλη, εμφανίζεται σαν ένα φθινοπωρινό αεράκι στη ζωή του Γιάντζε, από εκείνα τα αεράκια που ανατρέπουν τη ζωή όπως τη γνωρίζει κανείς. Εστιασμένη στο όνειρό της, με δίψα για τον κόσμο θα τον ταρακουνήσει όπως κανείς άλλος δεν κατάφερε πριν από αυτή.
Λίγα λόγια για το μήνυμα
Το μυθιστόρημα εξερευνά όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, από την οικογενειακή έως την ερωτική και τη φιλική από μια ασυνήθιστη ματιά: αυτή ενός ανθρώπου που υποτίθεται πως δεν μπορεί να αισθανθεί. Ο πόνος διαδέχεται την ελπίδα, την απογοήτευση, τον ενθουσιασμό, την ανακάλυψη και μετά πάλι από την αρχή. Η ζωή όλων είναι ένας κύκλος ή όπως θα έλεγε και η Ντόρα είναι σαν το τρέξιμο. Άλλες φορές χάνεις, άλλες κερδίζεις αλλά δε σταματάς ποτέ να τρέχεις όπως και δε σταματάς ποτέ να ζεις.
Επίσης, το έργο καταδεικνύει ότι όλοι οι άνθρωποι λίγο ή πολύ διαφέρουμε και μοιάζουμε. Άραγε πώς μπορούμε τότε να ορίσουμε το φυσιολογικό; Υπάρχει κάποιο πρότυπο αποδεκτού και όλα τα υπόλοιπα που δε συμβαδίζουν με αυτό είναι κοινωνικά κατακριτέα και απορριπτέα; Μήπως αυτό που βλέπουμε ως ξεχωριστό, διαφορετικό, περιέργο, μακρινό είναι απλά το άτομο εκείνο που δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να γνωρίσουμε πραγματικά και ουσιωδώς είτε από φόβο, είτε από δειλία είτε από διστακτικότητα και κίνδυνο απόρριψης;
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η γραφή της Σον Ουόν Πιονγκ είναι κοφτή, ασθματική, με αποτέλεσμα να εντείνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η γλαφυρότητα, το περιττό απουσιάζει. Αντιθέτως βλέπουμε μόνο γεγονότα να συνταιριάζονται με συναισθηματικές διακυμάνσεις χωρίς εξάρσεις. Σε ορισμένα σημεία, μάλιστα, ο εξομολογητικός τόνος κυριαρχεί, ώστε ο αναγνώστης να νιώθει πως ο Γιάντζε τα εκμυστηρεύεται όλα αυτά σε εκείνον.
Η μετάφραση της Χριστίνα Ζαχαρίου είναι αξιοπρεπής και προσπαθεί να αποδώσει την εξιστόρηση του Γιαντζέ και παρέχει και γενικότερες πληροφορίες για την κορεάτικη κουλτούρα και κουζίνα. Ορισμένα αμελητέα λάθη στην επιμέλεια ελπίζουμε πως θα διορθωθούν στις επανεκδόσεις. Η ελληνική απόδοση του τίτλου μας προβλημάτισε αρκετά. Σίγουρα ο φόβος ήταν κάτι που ο πρωταγωνιστής δε γνώριζε και ένα επαναλαμβόμενο μοτίβο στο έργο, αλλά η επιλογή να διατηρηθεί και στην ελληνική έκδοση το “αμύγδαλο” να ήταν πιο κοντά στα δικά μας γούστα.
Αντί επιλόγου
Μια ιστορία για τους απόκληρους της κοινωνίας, για τους άγγελους και τους δαίμονες που εναλλάσσονται, για τον άνθρωπο σε όλες του τις διαστάσεις, για τις σχέσεις και για την αγάπη και όλες τις μορφές που παίρνει αξίζει να διαβαστεί από μεγάλους, αλλά και πιο μικρούς, αφού είναι ένα βιβλίο που εύκολα απευθύνεται και σε εφήβους. To ανέλπιστο και ελπιδοφόρο τέλος, η γεμάτη ανατροπές πλοκή του, οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες του δικαιολογούν τη δημοφιλία του και τη συζήτηση για μεταφορά του στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη.
Πηγή: https://dromospoihshs.gr/2023/09/20/almond_agoripoudenixeretithapeifovos/#more-21635
Παρότι ο αριθμός των γυναικών υπερβαίνει ακόμα εκείνον των ανδρών που αναζητούν βοήθεια στην ψυχοθεραπεία, έχω δουλέψει με πολλούς άνδρες που έχουν βιώσει αισθήματα μοναξιάς στην πρώτη τους σχέση. Κατά έναν τρόπο, για κείνους είναι ακόμα πιο οδυνηρό μια και η κουλτούρα μας υπαγορεύει πως οι άνδρες πρέπει να έχουν λιγότερες συναισθηματικές ανάγκες. Κοιτώντας όμως τα ποσοστά αυτοκτονιών και βίας βλέπουμε πως κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί. Οι άνδρες είναι πιθανότερο να γίνουν βίαιοι ή αυτόχειρες μπροστά στη συναισθηματική απελπισία. Άνδρες που στερούνται συναισθηματικής επαφής, ενός αισθήματος ένταξης ή φροντίδας και προσοχής, μπορούν να νιώσουν εξίσου κενοί, ωστόσο ενδεχομένως να το κρύψουν. Η συναισθηματική επαφή είναι μια πρωταρχική ανθρώπινη ανάγκη, ανεξάρτητα απ’ το φύλο.
Τα παιδιά που νιώθουν πως δεν μπορούν να συνδεθούν συναισθηματικά με τους γονείς τους συχνά προσπαθούν να ενισχύσουν τον δεσμό τους με εκείνους, ενσαρκώνοντας οποιονδήποτε ρόλο θεωρούν πως θα τους αρέσει. Παρόλο που κάτι τέτοιο ίσως τους αποφέρει ένα πρόσκαιρο αίσθημα αποδοχής, δεν επιτυγχάνει αυθεντική συναισθηματική εγγύτητα. Οι συναισθηματικά αποκομμένοι γονείς δεν αναπτύσσουν ξαφνικά μια ικανότητα ενσυναίσθησης απλά επειδή το παιδί τους κάνει κάτι που τους ευχαριστεί.
Άνθρωποι που στερήθηκαν την επαφή ως παιδιά, άνδρες και γυναίκες εξίσου, συχνά δεν μπορούν να πιστέψουν πως κάποιος θέλει να έχει σχέση μαζί τους γι’ αυτό που πραγματικά είναι. Πιστεύουν πως αν κάποιος επιθυμεί κάποια επαφή μαζί τους, τότε πρέπει να ενσαρκώσουν έναν ρόλο ο οποίος πάντα βάζει το άλλο άτομο πρώτο.
Από το βιβλίο Δυστυχώς δεν Διάλεξα τους Γονείς μου
Κάποιες φορές, από τη φύση μας, τείνουμε να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα, τα οποία δεν έχουν πάντοτε μια στέρεη βάση. Έχουμε μάθει να βιαζόμαστε να «τερματίσουμε», σαν να τρέχουμε κατοστάρι. Βιαζόμαστε να κρίνουμε ανθρώπους και καταστάσεις. Βιαζόμαστε να ενηλικιωθούμε, να πάρουμε το πτυχίο μας, να βρούμε εργασία, να αγοράσουμε αυτοκίνητο και να πάρουμε σύνταξη. Βιαζόμαστε να περάσει η εβδομάδα, για να έρθει το Σαββατοκύριακο. Βιαζόμαστε να περάσει το φθινόπωρο, ο χειμώνας και η άνοιξη για να έρθει το καλοκαίρι.
Κι έπειτα, πάλι από την αρχή. Είναι υπέροχο να βάζουμε στόχους, να κάνουμε τα πάντα για να τους πετύχουμε και να αναμένουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όμως, για να περάσουμε καλά το Σαββατοκύριακο, είναι σημαντικό να απολαμβάνουμε και τις καθημερινές. Για να απολαύσουμε τις καλοκαιρινές διακοπές, είναι ωφέλιμο να απολαμβάνουμε και τις άλλες εποχές. Εξάλλου, όπως έλεγε ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Γάλλος συγγραφέας, Albert Camus, «Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα μέσα μου ένα ακατάβλητο καλοκαίρι». Γιατί, από εμάς και τις επιλογές μας εξαρτάται εάν θα νιώθουμε σαν να είναι «χειμώνας» ή «καλοκαίρι». Και το ερώτημα που έγκειται εδώ είναι εάν έχει σημασία το «έξω», το «περιτύλιγμα». Κατά τη γνώμη μου, σαφώς και έχει. Αλλιώς, για παράδειγμα, τα βιβλία δεν θα είχαν εξώφυλλο. Θα ξεκινούσαν κατευθείαν από την πρώτη σελίδα. Και σ’ ένα βιβλίο, το εξώφυλλο μπορεί να δείξει πολλά. Τι θα ακολουθήσει, ποιο είναι το περιεχόμενο, πόση φαντασία έχει και πόση δουλειά έχει γίνει για να βγει αυτό το αποτέλεσμα. Το σημείο-κλειδί είναι να είναι αντιπροσωπευτικό για να μην σε αποπροσανατολίζει. Αντίστοιχα και με τους ανθρώπους. Εξυπακούεται ότι μπορεί να λέει πολλά η ένδυσή μας, η εμφάνισή μας και πόσο προσέχουμε τον εαυτό μας, εν γένει. Αλλά μην βιαστείς να βγάλεις συμπέρασμα. Δώσε την ευκαιρία στο βιβλίο που σου έκαναν δώρο ή στον άνθρωπο που μόλις, γνώρισες. Μην κρίνεις μόνο από το περιτύλιγμα.
Από το βιβλίο Ταξίδι Δίχως Τέλος του Νίκου Γιαννακόπουλου
Πότε είναι η τελευταία φορά που έκανες ένα δώρο στον εαυτό σου; Αρκετοί θα απαντήσουν με ένα σιωπηλό «σχεδόν ποτέ» αν καταλάβουν σε βάθος την ερώτηση. Άλλοι θα βιαστούν να απαντήσουν λέγοντας πως κάτι τέτοιο το κάνουν συχνά. Μερικοί δεν θα το έχουν σκεφτεί καν…
Για κάποιο λόγο όταν σκεφτόμαστε τη λέξη «δώρο» τα μόνα πράγματα που μας έρχονται στο μυαλό είναι ό,τι είτε εμείς θα πάρουμε δώρο σε κάποιον, είτε θα δεχτούμε οι ίδιοι ένα δώρο από κάποιον αγαπημένο, καθώς θα το «επιβάλει» μια γιορτινή περίσταση.
Όταν πας να διαλέξεις ένα δώρο για κάποιον αγαπημένο, προσπαθείς να σκεφτείς τι θα του αρέσει, τι του ταιριάζει και ύστερα ανυπομονείς να του το δώσεις με μια αγωνία στα μάτια σου καθώς ανοίγει το περιτύλιγμα, για να δεις αν όντως έκανες σωστή επιλογή.
Από την άλλη, όταν σου δίνουν ένα δώρο, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα αναμνηστικό από κάποιο νησί ή από κάποια ξένη χώρα, το χαμόγελο δεν αργεί να σχηματιστεί στο πρόσωπό σου. Νιώθεις ευγνώμων που σε σκέφτηκαν και που υπάρχουν στην ζωή σου.
Κάθε φορά λοιπόν που βρίσκεσαι είτε στη μια πλευρά είτε στην άλλη, είμαι σίγουρος πως αυτή η διαδικασία σε γεμίζει χαρά.
Πολλές φορές συνδέουμε, έστω και υποσυνείδητα, πως για να μας κάνει δώρο κάποιος μας εκτιμάει πραγματικά και παράλληλα για να κάνουμε εμείς σε κάποιον ένα δώρο τον εκτιμούμε εξίσου.
Συνοψίζοντας, όταν κάνεις εσύ το δώρο, εκτιμάς τον άνθρωπο που έχεις σκοπό να το δώσεις και χαίρεσαι καθ’ όλη την διαδικασία. Όταν σου προσφέρουν ένα δώρο, νιώθεις σημαντικός –αφού κάποιος που σε εκτιμάει, σου το προσφέρει- και παράλληλα η χαρά είναι απερίγραπτη.
Βέβαια, αν το σκεφτείς, όσο καλά και να ξέρεις τον άλλον, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος αν θα του αρέσει το δώρο που του πήρες ή αν το είχε ανάγκη.
Αντίστοιχα ούτε και αυτός που σου προσφέρει ένα δώρο δεν μπορεί να διαβάσει τη σκέψη σου για να ξέρει τι πραγματικά θέλεις. Μάντεψε μόνο ποιος είναι αυτός που έχει αυτή την ικανότητα. Εσύ!
Σκέψου λοιπόν τι σημαίνει το να κάνεις δώρο στον εαυτό σου. Υπάρχει ένας σεβασμός και μια εκτίμηση για εσένα από εσένα τον ίδιο. Γιατί το αξίζεις. Γιατί θέλεις να κάνεις την ημέρα σου πιο όμορφη. Γιατί μόνο εσύ μπορείς να γνωρίζεις τι πραγματικά θες και να σου το προσφέρεις. Γιατί έχεις μάθει να ακούς και να δίνεις βάρος στις ανάγκες σου.
Το δώρο δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι υλικό ή να κοστίζει υπερβολικά. Μπορεί το δώρο που θα επιλέξεις να σου προσφέρεις σήμερα να είναι μια βόλτα στη φύση. Μπορεί να αποφασίσεις να πας για έναν καφέ μόνος σου. Να κάνεις μασάζ. Να βρεις χρόνο να διαβάσεις ένα βιβλίο. Να βρεις χρόνο να αθληθείς. Να βρεις χρόνο για εσένα. Αυτά, όσο παράξενο και αν σου ακούγεται, μετρούν πολύ παραπάνω ως δώρο απ’ όσο θα μπορούσε να είναι ένα νέο φόρεμα.
Και δεν αντιλέγω, είναι όμορφο –ίσως και να χρειάζεται- να κάνουμε και κάποια υλικά δώρα στον εαυτό μας. Αρκεί να μην πέσουμε στην παγίδα της υπερκατανάλωσης και των άσκοπων αγορών. Καθώς συνήθως κάτι τέτοιο δείχνει την ανάγκη μας να «κουκουλώσουμε» κάποιο συναισθηματικό κενό με μια εφήμερη ικανοποίηση.
Με λίγα λόγια το καλύτερο δώρο μπορείς να σου το προσφέρεις εσύ ο ίδιος.
Ξεκίνα σήμερα, λοιπόν, και κάνε ένα δώρο στον εαυτό σου! Το αξίζεις!
Πότε ήταν η τελευταία φορά που κάθισες σιωπηλά μαζί με τον εαυτό σου; Πότε ήταν η τελευταία φορά που αναζήτησες τα μέρη που ταξιδεύει η σκέψη σου;
Στην ταχύρρυθμη ζωή του 2023 είναι πολύ δύσκολο να βρεις χρόνο για κάτι τέτοιο. Γιατί ως γνωστό κανένας δεν έχει χρόνο για ‘‘χάσιμο’’. Δεν νομίζω να έχεις ακούσει κάποιον να σου λέει το αντίθετο τα τελευταία χρόνια. Όλοι τρέχουμε να προλάβουμε για να κάνουμε αυτό το κάτι που ‘‘νομίζουμε’’ πως θα μας κάνει ευτυχισμένους. Βέβαια, συνήθως αυτή ευτυχία δεν κρατάει πολύ και αμέσως σπεύδουμε να τρέξουμε να πιαστούμε από το επόμενο κάτι που θα μας δώσει μια προσωρινή ευτυχία, μια ακόμα ανάσα να πάμε παρακάτω. Και φτου και από την αρχή.
Το κακό είναι πως οι περισσότεροι τη φράση ‘‘δεν έχω χρόνο’’ την ολοκληρώνουν κάπως έτσι ‘‘για τον εαυτό μου’’. Κάτι το οποίο δεν νομίζω πως ισχύει απόλυτα. Έχουμε επιλέξει, είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα, τον όποιο χρόνο μας απομένει να τον περνάμε κάπως ‘‘άσκοπα’’. Για την ακρίβεια, αρκετά συχνά είναι σαν να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μην περάσουμε ποιοτικό χρόνο με τον εαυτό μας. Προσπαθώντας να ξεχαστούμε από την καθημερινότητα, γεμίζουμε τον ελεύθερο χρόνο μας με οτιδήποτε δεν χρειάζεται σκέψη. Λες και η σκέψη από μόνη της είναι εχθρός μας. Λες και το μόνο που έχουμε την ικανότητα να σκεφτούμε είναι υποχρεώσεις και καταναγκαστικά έργα.
Έτσι οι περισσότεροι περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους κάνοντας ατελείωτο scroll down στο κινητό ή έχοντας δει όποια νέα σειρά έχει κυκλοφορήσει στο Netflix ή κουτσομπολεύοντας με κάποιον φίλο/φίλη στο τηλέφωνο ή προτιμούν απλά να κοιμηθούν λίγο περισσότερο. Εννοείται πως και τα παραπάνω είναι θεμιτό να γίνονται κάποιες φορές. Είναι θεμιτό ο εγκέφαλός μας να χρειάζεται κάτι εντελώς ανούσιο κάποιες φορές. Αρκεί αυτές οι κάποιες φορές να μην γίνουν η ρουτίνα της ίδιας μας της ζωής. Δεν νομίζω κανείς να βρίσκει τον συνδυασμό των παραπάνω ‘‘δραστηριοτήτων’’ με το 8ωρο ή και 10αωρο εργασίας ιδανικό. Και ξαναλέω ίσως κάποιες ημέρες να είναι. Το πρόβλημα υπάρχει όταν αυτό μετατραπεί σε συνήθεια.
Κάποιοι εδώ ίσως αναρωτηθούν δηλαδή με τι να γεμίσω αυτές τις ώρες; Να κάνω γυμναστική; Να μαγειρέψω; Να κάνω χορό; Να γραφτώ σε έναν ορειβατικό σύλλογο; Να ξεκινήσω ένα μουσικό όργανο; Δεν μπορώ να σου πω εγώ δυστυχώς την απάντηση σε κάτι τέτοιο, γιατί ο σκοπός των όσων λέω δεν αποσκοπούν στο να αρχίσεις ένα νέο χόμπι, ούτε να σε βάλω να κάνεις γυμναστική με το ζόρι, αν δεν σου αρέσει. Γιατί; Γιατί ακόμα και όσοι είναι πραγματικά ενεργοί 16 ώρες το 24άωρο γεμίζοντας τον χρόνο τους με όμορφες συνήθειες ψάχνουν χρόνο για τον εαυτό τους. Οπότε το θέμα δεν είναι να αντικαταστήσουμε τις ατελείωτες ώρες στο Netflix με 2 ώρες προπόνηση –αν και προσωπικά το θεωρώ αρκετά πιο υγιές-, αλλά να περάσουμε χρόνο όπου το μυαλό μας δεν θα απασχολείται από αυτό που κάνουμε εκείνη την στιγμή. Ακόμα και όταν ακούς μουσική μόνος σου στο αμάξι ή στο δωμάτιό σου, δεν είσαι εφικτό να καταφέρεις κάτι τέτοιο.
Ο μόνος τρόπος να το καταφέρεις είναι να γίνεις παρατηρητής. Παρατηρητής όχι μόνο των όσων σου επιτρέπει εκείνη τη στιγμή η όρασή σου να δεις αλλά παρατηρητής και των ίδιων σου των σκέψεων τη στιγμή που τα βλέπεις. Πήγαινε μόνος σου μια βόλτα στη φύση. Πού ταξιδεύει ο νους σου όταν κάθεσαι και κοιτάς τον ήλιο να ανατέλλει; Τι σκέφτεσαι αυτά τα 20 λεπτά; Υπάρχει μεγάλη περίπτωση τις πρώτες φορές που θα το δοκιμάσεις να υπάρχουν αρκετές παρεμβολές. Το μυαλό σου να πηγαίνει σε κάποια υποχρέωση ή σε κάποιο πρόβλημα που αντιμετωπίζεις. Αν συνεχίσεις όμως παρατηρώντας το κάθε τι γύρω σου, από τη μέλισσα που θα φτερουγίσει δίπλα σου, από το πράσινο των φύλλων στα δέντρα, από τον ήχο ενός καναρινιού σε ένα μπαλκόνι, μέχρι τις τρίχες στο χέρι σου που ανασηκώνονται όταν το δροσερό αεράκι περνάει από πάνω τους, αυτές οι παρεμβολές θα αρχίσουν να σβήνουν. Θα αρχίσεις να βλέπεις τον κόσμο πραγματικά σαν παρατηρητής. Οι σκέψεις σου δεν θα ταξιδεύουν σε κάτι που δεν υπάρχει γύρω σου ή δεν είναι εφικτό να αλλάξεις εκείνη τη στιγμή. Οι σκέψεις σου θα είναι αγνές και θα βρίσκονται στο εδώ και τώρα. Μόνο τότε θα καταφέρεις να περάσεις πραγματικά χρόνο με τον ίδιο σου τον εαυτό. Μόνο τότε θα γνωρίσεις πού ταξιδεύει το μυαλό σου. Τότε θα ανακαλύψεις πτυχές σου που ίσως δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα. Θα γνωρίσεις καλύτερα το ποιος πραγματικά είσαι. Και μέσα από αυτήν την ενδοσκόπηση θα φανερωθεί και ο σκοπός της ζωής σου. Αυτό το κάτι που θα σε κάνει χαρούμενο, όχι για μία και δύο εβδομάδες, αλλά για τα υπόλοιπα χρόνια που θα σε φιλοξενεί αυτός ο πλανήτης.